Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ): Αντιμετώπιση-Απώτερα αποτελέσματα
Π. Περβανίδου Επικ. Καθηγήτρια Αναπτυξιακής & Συμπεριφορικής Παιδιατρικής, Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) αποτελεί τη συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας (5-8% παγκοσμίως) και έχει σημαντική επίπτωση στη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού και του ενήλικα καθώς και στη δημόσια υγεία.
Αναπτυξιακή Πορεία
Η ΔΕΠΥ χαρακτηρίζεται από ενα σύνολο συμπτωμάτων απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικής συμπεριφοράς, τα οποία είναι ανάρμοστα για το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και δυσλειτουργικά στο οικογενειακό, κοινωνικό και σχολικό περιβάλλον. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ είναι αναπτυξιακά, δηλαδή αλλάζουν με τη ηλικία: φυσιολογικά, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα μειώνονται σημαντικά με την πάροδο των χρόνων, ενω η διάσπαση προσοχής μειώνεται μεν, χωρίς όμως να βρίσκεται σε υποκλινικά επίπεδα και παραμένει στην ενήλικη ζωή. Επιπρόσθετα, τα άτομα με ΔΕΠΥ αναπτύσσουν συνήθως σημαντική συννόσηση με άγχος και κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες στην πορεία της ζωής.
Η ΔΕΠΥ στα παιδιά συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για ατυχήματα στις μικρές ηλικίες, μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα εναντίωσης και διαγωγής στο σχολείο, ενώ, διανύοντας την εφηβεία, τα παιδιά με ΔΕΠΥ μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο για κάπνισμα και χρήση αλκοόλ και ουσιών. H ΔΕΠΥ είναι νευροβιολογικη διαταραχή, όμως, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως τοκοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, η ανεργία, ή η ανεπαρκής φροντίδα των παιδιών, μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα ή να δράσουν επιβαρυντικά στην αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.
Αντιμετώπιση
Με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (ΑΡΑ, 2011) η αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ διαφέρει ανά ηλικία: σε παιδιά προσχολικής ηλικίας η παρέμβαση πρώτης επιλογής είναι τα προγράμματα συμπεριφεράς διαμέσου των γονέων ή/και των δασκάλων. Ειδικότερα, προτείνεταιη έναρξη προγράμματος «εκπαίδευσης γονέων» και η τοποθέτηση του παιδιού σε παιδικό σταθμό ή νηπιαγωγείο που να τηρεί τις προδιαγραφές ποιότητας. Η εκπαίδευση γονέων αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση για τα προβλήματα συμπεριφοράς και τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ στην προσχολική ηλικία χωρίς κανένα αναφερόμενο αρνητικό αποτέλεσμα. Οι γονείς που παρακολουθούν περισσότερες εκπαιδευτικές συνεδρίες βλέπουν μεγαλύτερη βελτίωση στη συμπεριφορά των παιδιών τους. Μακροπρόθεσμες μελέτες παρακολούθησης δείχνουν οτι οφέλη διατηρούνται απο έξι μήνες ως δύο χρόνια. Τα προγράμματα εκπαιδευσης γονέων στοχεύουν να βοηθήσουν τους γονείς να αναπτύξουν προσδοκίες ανάλογες με την ηλικία του παιδιού τους και να τους εκπαιδεύσουν στην απόκτηση δεξιοτήτων διαχείρισης των «δύσκολων» συμπεριφορών του παιδιού τους.Μπορούν να είναι ομαδικά ή ατομικά.
Η φαρμακοθεραπεια τέλος, έχει περιορισμένες ενδείξεις στην προσχολική ηλικία και κατά κανόνα αποφεύγεται σαν πρώτη επιλογή στις μέτριες και ήπιες μορφές ΔΕΠΥ.
Στα παιδιά σχολικής ηλικίας (6-11 χρονών) ο κλινικός πρέπει να συνταγογραφεί την ενδεδειγμένη φαρμακοθεραπεία (μεθυλφαινυδάτη, ατομοξετίνη ή άλλα) και να συστήνει προγράμματα συμπεριφεράς διαμέσου των γονέων ή/και των δασκάλων (κατα προτίμηση και των δύο). Η διαχείριση στο σχολικό περιβάλλον αποτελεί μέρος του προγράμματος παρέμβασης.
Στην εφηβική ηλικία, (11-17 χρονών) ο κλινικός οφείλει να συνταγογραφεί την ενδεδειγμένη φαρμακοθεραπεία (μεθυλφαινυδάτη, ατομοξετίνη ή άλλα) με τη συγκατάθεση του εφήβου και να συστήνει προγράμματα συμπεριφεράς, κατά προτίμηση και τα δύο.
Τεκμηριωμένες συμπεριφορικές παρεμβάσεις και έκβαση
«Προγράμματα εκπαίδευσης γονέων»: περιλαμβάνουν αρχές τροποποίησης της συμπεριφοράς οι οποίες παρέχονται στους γονείς για την εφαρμογή στο περιβάλλον του σπιτιού. Η παρέμβαση συνήθως βελτιώνει τη συμμόρφωση στις οδηγίες του γονέα και την κατανόηση των αρχών της συμπεριφορικής θεραπείας απο τους γονείς.
«Προγράμματα διαχείρισης της συμπεριφοράς στη σχολική τάξη»: περιλαμβάνουν αρχές τροποποίησης της συμπεριφοράς οι οποίες παρέχονται στους δασκάλους για την εφαρμογή στο περιβάλλον της τάξης. Η παρέμβαση βελτιώνει την προσοχή στις οδηγίες, τη συμόρφωση στους κανόνες και ελαττώνει τη διαταρακτική συμπεριφορά στην τάξη.
«Συμπεριφορικές παρεμβάσεις με συνομηλίκους» Οι παρεμβάσεις εστιάζονται στις αλληλεπιδράσεις/σχέσεις με συνομηλίκους, είναι συχνά ομαδικές και περιλαμβάνουν εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες σε συνδυασμό με άλλες συμπεριφορικές θεραπείες. Η έκβαση είναι θετική στη βελτίωση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ με μέτρια αποτελέσματα στην κοινωνική λειτουργικότητα.
Απώτερη έκβαση
Γενικά, τα άτομα με ΔΕΠΥ στην πορεία της ζωής τους έχουν φτωχότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις σχετικά με μάρτυρες. Τα άτομα που έχουν δεχθεί φαρμακευτικές και συμπεριφορικές παρεμβάσεις έχουν βελτιώσει τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ και τη ακαδημαΙκή παραγωγικότητα, όχι όμως το συνολικό τους μορφωτικό επίπεδο
Μελέτες που έχουν εστιαστεί στην απώτερη έκβαση ατόμων με ΔΕΠΥ έδειξαν επίσης οτι τα άτομα που δεν έλαβαν θεραπευτικές παρεμβάσεις είχαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και κοινωνική λειτουργικότητα σχετικά με άτομα χωρίς ΔΕΠΥ. Οι ερευνητές συμφωνούν οτι απαιτούνται περισσότερες μελέτες που να εστιάζουν στη μέτρηση της απώτερης έκβασης σε άτομα με ΔΕΠΥ.
Βιβλιογραφία
·American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th ed, Text Revision (DSM-IV-TR). Washington, DC: American Psychiatric Association; 2013
·Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder Subcommittee. ADHD: clinical practice guideline for the diagnosis, evaluation, and treatment of attention-deficit/hyperactivity disorder in children and adolescents. Pediatrics 2011; 128; 1007 / peds. 2011-2654.
·Harpin V, Mazzone L, Raynaud JP, Kahle J, Hodgkins P. Long-Term Outcomes of ADHD: A Systematic Review of Self-Esteem and Social Function. J AttenDisord. 2016 Apr;20(4):295-305.
·Shaw M, Hodgkins P, Caci H, et al. A systematic review and analysis of long-term outcomes in attention deficit hyperactivity disorder: effects of treatment and non-treatment. BMC Medicine. 2012;10:99. doi:10.1186/1741-7015-10-99.