Εμβολιασμός των Εφήβων: Επικαιροποίηση Δεδομένων


Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής, Επιστ. Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.) Β΄ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Νοσοκομείο Παίδων «Π & Α Κυριακού»

Τα εμβόλια προστατεύουν από πολύ σοβαρά νοσήματα. Ο εμβολιασμός είναι διαχρονικά η πιο αποτελεσματική και ασφαλής παρέμβαση στη Δημόσια Υγεία. Μόνο το καθαρό πόσιμο νερό είχε εξίσου σημαντική συνεισφορά με τον εμβολιασμό στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης πολλών λοιμωδών νοσημάτων. Ενδεικτικά, κάθε χρόνο τα εμβόλια προλαμβάνουν μέχρι 3 εκατομμύρια θανάτους και αποτρέπουν αναπηρίες σε 750.000 άτομα παγκοσμίως.

Η εφηβεία αποτελεί ηλικία «κλειδί» για την πρόληψη, καθώς το άτομο αποκτά συνήθειες και γνώσεις για την υγεία, σταδιακά αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, ενώ τα περισσότερα θέματα που μπορεί να αναδυθούν είναι αντιμετωπίσιμα ή προλήψιμα. Παράλληλα όμως, οι έφηβοι έχουν ιδιαίτερα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά: συγκεκριμένη σκέψη-προσκόλληση στον παρόντα χρόνο, έφεση στον πειραματισμό, πεποίθηση ότι είναι «άτρωτοι», αντίδραση σε κάθε μορφής εξουσία, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ιατρού, με αποτέλεσμα να μη διεκδικούν ή να αποφεύγουν τις ιατρικές υπηρεσίες που τους αφορούν. Παράλληλα, το οικογενειακό περιβάλλον βρίσκεται σε αμηχανία καθώς βιώνει όλες τις μεταβολές, και συνήθως εστιάζει κυρίως στις δραστηριότητες και τη σχολική επίδοση, θεωρώντας την υγεία δεδομένη.

Οι παραπάνω συνθήκες οδηγούν πολλούς έφηβους 11-19 ετών να πιστεύουν ότι τα εμβόλια δεν τους αφορούν, είναι «μόνο για τα μικρά παιδιά». Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η εμβολιαστική κάλυψη στους Έλληνες εφήβους δεν είναι όσο υψηλή χρειάζεται. Οι έφηβοι αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για νοσήματα τα οποία προλαμβάνονται με εμβόλια έναντι ιών ή/και μικροβίων που μεταδίδονται σε μέλη ομάδας σε χώρους ψυχαγωγίας, συγκατοίκησης κλπ, (μηνιγγιτιδόκοκκος), αλλά και σεξουαλικώς μεταδιδομένων ιών (HPV και ηπατίτιδα Β).

Στην ηλικία των 11-12 ετών όλοι οι έφηβοι οφείλουν να λάβουν το εμβόλιο έναντι της διφθερίτιδας-τετάνου-κοκκύτη ή και πολιομυελίτιδας (αναμνηστική δόση), καθώς και το εμβόλιο για την πρόληψη της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Τα έφηβα κορίτσια εμβολιάζονται για τον ιό HPV. Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί ότι όλοι οι έφηβοι είναι εμβολιασμένοι έναντι των ηπατιτίδων Α και Β, της ιλαράς/ερυθράς/παρωτίτιδας (MMR) και της ανεμευλογιάς (το τελευταίο εμβόλιο σε περίπτωση που δεν έχει νοσήσει ήδη η/ο έφηβη/ος λόγω της καθυστέρησης εμβολιασμού). Σε περίπτωση που κάποιο από αυτά τα εμβόλια δεν έχει γίνει στην κατάλληλη ηλικία (βρεφική και νηπιακή), η εφηβική ηλικία είναι το τελευταίο χρονικό ορόσημο, που μπορούν να ολοκληρωθούν αυτοί οι εμβολιασμοί με τη φροντίδα του παιδιάτρου, ώστε να τεθούν οι βάσεις μιας υγιούς ενήλικης ζωής. Τέλος δεν πρέπει να αμελείται η ετήσια χορήγηση του εμβολίου γρίπης και η χορήγηση του εμβολίου του πνευμονιοκόκκου σε εφήβους με χρόνια νοσήματα.

Προχωρώντας πιο αναλυτικά στα εμβόλια που είναι προγραμματισμένα για την εφηβική ηλικία με έμφαση στα 11-12 έτη, όταν υπάρχει ακόμη συστηματική παρακολούθηση από τον παιδίατρο, η ανοσολογική απάντηση είναι μέγιστη και οι ήδη ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες λιγότερες, το πρώτο βασικό εμβόλιο είναι αυτό έναντι των διφθερίτιδας-τετάνου-κοκκύτη ή και πολιομυελίτιδας ως αναμνηστική δόση, προκειμένου να ενισχυθεί η ανοσία έναντι αυτών των 4 νοσημάτων. Ο κοκκύτης ενδημεί σε όλες τις χώρες του κόσμου, και στην Ελλάδα, και η συχνότητα διάγνωσής του έχει προοδευτικά αυξηθεί μετά το 2000, για τους εξής λόγους: υπάρχει καλύτερη γνώση και αναγνώριση της νόσου από τους ιατρούς, νέες μέθοδοι διάγνωσης με μεγαλύτερη ευαισθησία, το νεότερο ακυτταρικό εμβόλιο (δεν περιέχει ολόκληρο το μικρόβιο παρά μόνο κάποια απειροελάχιστα τμήματά του) είναι πιο ασφαλές αλλά παράγει κατώτερη ανοσία, ενώ, τέλος, το μικρόβιο του κοκκύτη σε ορισμένες περιπτώσεις έχει υποστεί κάποιες γενετικές μεταβολές, με αποτέλεσμα το εμβόλιο να μη μπορεί να προλάβει τη νόσο. Οι έφηβοι είναι ευάλωτοι σε λοίμωξη όταν έχουν παρέλθει 5-10 χρόνια μετά τον αρχικό εμβολιασμό (η τελευταία δόση γίνεται στην ηλικία 4-6 ετών). Οι έφηβοι είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στον κοκκύτη: υπολογίζεται ότι 1 στα 3 περιστατικά κοκκύτη παρατηρούνται στους εφήβους, ενώ σχεδόν 2 στους 10 από αυτούς νοσηλεύονται ή εμφανίζουν επιπλοκές. Ο εμβολιασμός συμβάλλει στη μείωση του αριθμού των κρουσμάτων στους εφήβους, αλλά και στα μικρά βρέφη που δεν έχουν προλάβει να εμβολιαστούν, στα οποία ο κοκκύτης παρουσιάζει συχνά σοβαρές επιπλοκές (άπνοια, εισαγωγή στη ΜΕΘ, ακόμη και θάνατοι). Αυτό γιατί υπολογίζεται ότι σε 80% των περιστατικών η μετάδοση του κοκκύτη γίνεται από το οικογενειακό περιβάλλον, και ένας ανεμβολίαστος έφηβος (μεγάλος αδερφός, ξάδερφος) μπορεί να αποτελέσει πηγή μετάδοσης.

Το επόμενο εμβόλιο είναι το τετραδύναμο κατά του μηνιγγιτιδοκόκκου. Πέντε τύποι του κυριαρχούν παγκοσμίως, εκ των οποίων 4 καλύπτονται από το παραπάνω εμβόλιο (A,C,Y,W125). Το εμβόλιο συνιστάται και καλύπτεται από το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών από την ηλικία των 11 ετών, ανεξάρτητα εάν έχει προηγηθεί εμβολιασμός κατά την παιδική ηλικία. Υπάρχουν δύο διαθέσιμα εμβόλια : Menveo & Nimenrix.

Σχετικά με την επιδημιολογία της μηνηγγιτιδοκοκκικής νόσου, η γεωγραφική κατανομή συνεχώς μεταβάλλεται, καθιστώντας την αρκετά απρόβλεπτη. Στην Ευρώπη είναι σαφές ότι κυριαρχούν οι οροομάδες Β & C, με τον τύπο Β να αποτελεί τον πιο συχνό (~ 40 περιπτώσεις /έτος στην Ελλάδα) και επικίνδυνο. Η νόσος ξεκινά με άτυπα συμπτώματα και εξελίσσεται ραγδαία, με σοβαρές επιπλοκές και μοιραία εξέλιξη σε περίπου 10%. Παρουσιάζει δικόρυφη καμπύλη επίπτωσης με τα βρέφη & νήπια < 4 ετών σε μεγαλύτερο κίνδυνο – λόγω ανωριμότητας του ανοσολογικού συστήματος, ενώ ακολουθεί η ομάδα των εφήβων 14-19 ετών. Ο τρόπος ζωής των νέων (συγχρωτισμός σε χώρους ψυχαγωγίας, συμβίωση σε εστίες και χρήση κοινόχρηστων χώρων, ταξιδιών σε χώρες που υπάρχει υψηλή επίπτωση, συμπεριφορές υψηλού κινδύνου) τους καθιστά ευάλωτους. Οι νέοι είναι επίσης φορείς του μικροβίου (8-10%) και μπορούν να το μεταδώσουν σε ευάλωτες ομάδες όπως τα βρέφη και οι υπερήλικες που μπορεί να νοσήσουν.

Υπάρχουν δύο εμβόλια για εφήβους (Bexseroκαι Trumenba), και δεδομένου ότι η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος έχει ως συχνότερες εκδηλώσεις τις βαριές κλινικές μορφές της μηνιγγίτιδας ή/και της σηψαιμίας, το ατομικό όφελος είναι αδιαμφισβήτητο για το γενικό πληθυσμό των εφήβων και συνεπώς είναι καλό να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι έφηβοι μετά από συνεννόηση γονέων και παιδιάτρων. Προς το παρόν, το Bexsero αποζημιώνεται από τη δική μας Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών μόνο για ομάδες υψηλού κινδύνου με ελλείμματα στο ανοσολογικό σύστημα, για λόγους πρωτίστως εξοικονόμησης πόρων για τη Δημόσια Υγεία.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη εμβολίων έναντι της οροομάδας Β υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα λόγω της μεγάλης μεταλλαξιογόνου ικανότητας του μικροβίου. Ως αποτέλεσμα η ερευνητική δραστηριότητα στράφηκε στα πρωτεϊνικά αντιγόνα επιφανείας του μηνιγγιτιδοκόκκου, με στόχο να καλυφθεί η ανοσοποικιλότητα.

Το πρώτο εμβόλιο έναντι της οροομάδας Β (Bexsero) είναι διαθέσιμο στη χώρα μας από τις 7 Μαρτίου 2014 και έχουν εμβολιαστεί με αυτό παιδιά από όλες τις γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδος (πάνω από μισό εκατομμύριο δόσεις). Έχει 4 διαφορετικές πρωτεΐνες (πολυσυστατικό) έναντι της οροομάδας Β, χαρακτηριστικό που συμβάλλει στην αντοχή των αντιγόνων στο χρόνο- δεδομένου ότι ο πληθυσμός του μικροβίου μεταλλάσσεται συνεχώς. Επίσης έχει έγκριση κυκλοφορίας σε πάνω από 38 χώρες παγκοσμίως και άνω των 17.000.000 δόσεων έχουν χορηγηθεί. Το Bexsero αποζημιώνεται πλήρως για εμβολιασμό βρεφών στη Βρετανία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στην Ανδόρα και στη Λιθουανία από την ηλικία των 2 μηνών. Τα δεδομένα αποτελεσματικότητας (83-94% UKdata) το κατατάσσουν στα ιδιαιτέρως αποτελεσματικά εμβόλια και τα δεδομένα ασφαλείας αναφέρουν τις μισές ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) σε σχέση με ΑΕ εμβολίων ρουτίνας του πρόσφατου παρελθόντος (κυρίως τοπικές αντιδράσεις και πυρετό). Τέλος το εμβόλιο Bexseroέχει δείξει σε μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι μειώνει και τη φορεία των οροομάδων BCWY κατά τουλάχιστον 27%, σε ομάδες φοιτητών που εμβολιάστηκαν. Συνιστάται στους εφήβους > 11 ετών σε σχήμα δύο δόσεων με μεσοδιάστημα > 1 μήνα, το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητική συμμόρφωση.

Το Trumenba (MenB-fHbp) είναι ένα πρωτεϊνικό εμβόλιο το οποίο κατασκευάστηκε ακολουθώντας τις κλασικές μεθόδους παρασκευής εμβολίων. Ξεκίνησε από τις πρωτεΐνες επιφανείας του μηνιγγιτιδόκοκκου για να καταλήξει στα πιθανά υποψήφια αντιγόνα που θα προσφέρουν ευρεία κάλυψη ενάντια στα διαφορετικά στελέχη του μηνιγγιτιδόκοκκου.

Η επιλογή του αντιγόνου έγινε με βάση τα παρακάτω κριτήρια: α) διαχρονική έκφραση του στην πλειονότητα των στελεχών β) ικανότητα επαγωγής βακτηριοκτόνων αντισωμάτων και γ) γνωστός μηχανισμός δράσης. Με βάση τα παραπάνω κριτήρια το αντιγόνο στο οποίο βασίστηκε το εμβόλιο είναι η πρωτεΐνη fHbp. Το Trumenbaκαλύπτει τις δυο υποοικογένειές της fHbp Α και Β. Το γονίδιο της fHbp υπάρχει στο 99% των στελεχών του μηνιγγιτιδόκοκκου και εκφράζεται στην επιφάνεια του 96% των στελεχών. Επιπλέον η fHbp εκφράζεται διαχρονικά, προάγει την παραγωγή βακτηριοκτόνων αντισωμάτων και έχει γνωστό μηχανισμό δράσης. Επιπρόσθετα, το αντιγόνο έχει υποστεί λιπιδίωση για την αύξηση της ανοσογονικότητας. Το εμβόλιο κυκλοφορεί από το 2014 στις ΗΠΑ όπου έχει χρησιμοποιηθεί σε μαζικό εμβολιασμό, μετά από επιδημίες του νοσήματος σε κολλέγια. Επιπλέον, στις ΗΠΑ συστήνεται για καθολικό εμβολισμό όλων των ατόμων ηλικίας 16-23 ετών (σύσταση τύπου Β). Από τον Μάιο του 2017 το εμβόλιο πήρε έγκριση και από τον EMA για ηλικίες 10 ετών και άνω και ήδη κυκλοφορεί σε 16 Ευρωπαϊκές χώρες και την Αυστραλία. Στη χώρα μας κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2018 και είναι ένα ασφαλές εμβόλιο που μπορεί να συγχορηγηθεί με τα εμβόλια της εφηβείας. Η αναμενόμενη κάλυψη είναι 91%.

Τα μέτρα πρόληψης σε περίπτωση κρούσματος (που ακόμη καταγράφονται, καθώς η εμβολιαστική κάλυψη στους εφήβους είναι σχετικά χαμηλή) περιλαμβάνουν καλό αερισμό των χώρων, σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, απομόνωση του ασθενούς έως και 48 ώρες μετά την έναρξη θεραπείας, χρήση μάσκας σε ιατρούς και νοσηλευτές και χορήγηση αντιβίωσης στα άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με τον άρρωστο (γονείς, αδέλφια, παιδιά στο σχολείο). Δεν συνιστάται κλείσιμο των σχολείων και απολύμανση των χώρων, καθώς το μικρόβιο επιβιώνει για ελάχιστο χρόνο στο εξωτερικό περιβάλλον (παρά την επιμονή των ειδικών το τελευταίο μέτρο συνεχίζεται να εφαρμόζεται στη χώρα μας). Δυστυχώς, η γνώση των περισσότερων εφήβων για τη σοβαρότητα της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου και των μέτρων πρόληψης είναι χαμηλή, όπως φάνηκε από πρόσφατη μελέτη της Μονάδας Εφηβικής Υγείας, και αυτό δικαιολογεί την όχι τόσο υψηλή εμβολιαστική κάλυψη με ένα εμβόλιο αποτελεσματικό και ασφαλές, έναντι μίας βαριάς νόσου.

Η λοίμωξη από τον ιό HPV είναι πολύ συχνή. Υπολογίζεται ότι 8 στις 10 γυναίκες έρχονται σε επαφή με τον ιό HPV κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η λοίμωξη στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί από μόνη της χωρίς να προκαλέσει βλάβη. Ωστόσο, υπάρχουν φορές που παραμένει στον οργανισμό, προκαλώντας σοβαρά νοσήματα. Ένα άτομο που έχει προσβληθεί από τον ιό HPV μπορεί να μην έχει κανένα σύμπτωμα για πολλά χρόνια, μεταδίδοντας τον ιό στους συντρόφους του, χωρίς να το γνωρίζει.

Ο ιός HPV είναι ο μοναδικός αιτιολογικός παράγοντας για την πρόκληση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο δεύτερος σε συχνότητα στην πιο παραγωγική ηλικία της γυναίκας, μεταξύ 15-44 ετών. Ο ιός HPV προκαλεί επίσης μεγάλο αριθμό σοβαρών νοσημάτων σε γυναίκες, αλλά και σε άντρες, όπως καρκίνο του αιδοίου, κόλπου, πέους, πρωκτού και γεννητικά κονδυλώματα, ενώ επιπλέον ευθύνεται για ορισμένες μορφές καρκίνου στοματοφάρυγγα, στοματικής κοιλότητας και λάρυγγα. Οι προκαρκινικές αλλοιώσεις του τραχήλου της μήτρας και τα γεννητικά κονδυλώματα παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση σε νεαρές γυναίκες 16-25 ετών, ενώ όσο πιο νωρίς ξεκινά η σεξουαλική δραστηριότητα τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ανάπτυξης προκαρκινικών αλλοιώσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τον ιό νωρίς στη σεξουαλική τους ζωή, δηλαδή στο διάστημα που ακολουθεί την έναρξη των επαφών, λόγω τόσο επιδημιολογικών στοιχείων της λοίμωξης αλλά και ιδιαιτεροτήτων του τραχήλου νεαρών γυναικών, που είναι πιο ευάλωτος σε τραυματισμούς και πιο επιρρεπής σε λοιμώξεις. Σε μελέτη από τον Ελλαδικό χώρο σε κορίτσια 14-20 ετών σεξουαλικά δραστήρια, ο κίνδυνος λοίμωξης από HPV ήταν 6.5 φορές υψηλότερος σε κορίτσια μικρότερα των 16 ετών.

Ο ιός HPV μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή ή πιο σπάνια από την επαφή των γεννητικών περιοχών ή την επαφή των χεριών. Για τους λόγους αυτούς ακόμη και η συστηματική χρήση προφυλακτικού, αν και μειώνει τον κίνδυνο της λοίμωξης από τον HPV, δεν προστατεύει απόλυτα. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας από τον ιό HPV είναι ο εμβολιασμός, καθώς η λοίμωξη από τον ιό δεν μπορεί να προληφθεί με κανέναν άλλο τρόπο.

Με βάση σχετικές μελέτες, ο εμβολιασμός με το νεότερο εμβόλιο έναντι του HPV(9 δύναμο) προλαμβάνει έως το 90% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας αλλά και σχεδόν το 90% των άλλων μορφών καρκίνου της πρωκτογεννητικής περιοχής (αιδοίο, κόλπος, πρωκτός) που σχετίζονται με τον ιό. Επιπλέον με το συγκεκριμένο εμβόλιο προλαμβάνεται το 90% των γεννητικών κονδυλωμάτων. Στις μελέτες, τα εμβόλια έναντι του ιού HPV έδειξαν καλό προφίλ ασφάλειας. Η εμπειρία από τη χορήγηση πάνω από 270 εκατομμυρίων δόσεων παγκοσμίως επιβεβαίωσε το παραπάνω εύρημα.

Το εμβόλιο έναντι του HPV αποτελεί εμβόλιο ρουτίνας για τα κορίτσια ηλικίας 11-12 ετών. Η ηλικία αυτή είναι η περίοδος που ολοκληρώνεται όλη η σειρά των εμβολίων του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών στους εφήβους, καθώς τόσο η ανταπόκριση του οργανισμού στους εμβολιασμούς, όσο και η συμμόρφωση στις ιατρικές οδηγίες είναι υψηλή. Σε περίπτωση που χαθεί η ευκαιρία να γίνει το εμβόλιο σε αυτή τη χρονική συγκυρία, τότε μεταβαίνουμε στην ηλικία των μεγαλύτερων εφήβων. Η πεποίθηση των γονέων ότι το εμβόλιο αποτελεί «διαβατήριο» για έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, δεν είναι σωστή. Το εμβόλιο αποτελεί ένα ακόμη εμβόλιο της εφηβικής ηλικίας και χορηγείται στην ίδια ηλικία με τα υπόλοιπα εμβόλια. Ήδη χιλιάδες έφηβοι έχουν εμβολιαστεί στη χώρα μας και έχουν θωρακιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό έναντι του ιού HPV. Μάλιστα το νέο δοσολογικό σχήμα 2 δόσεων (αντί 3) για τα κορίτσια ως 15 ετών με μεσοδιάστημα 6 μηνών, διευκολύνει τη συμμόρφωση, καθώς απλουστεύεται ο εμβολιασμός (λιγότερες ιατρικές επισκέψεις και ενέσεις).

Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, το εμβόλιο προσφέρει μεγάλο όφελος και στις μεγαλύτερες εφήβους ως 18 ετών, οι οποίες δεν έχουν προλάβει να εμβολιαστούν στην ηλικία των 11-15 ετών. Στις μεγαλύτερες κοπέλες, ανεξάρτητα από το αν έχουν εκτεθεί στον ιό ή όχι, ο εμβολιασμός θα τις προστατεύσει από μελλοντικές λοιμώξεις. Όταν φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία, οι εμβολιασμένες γυναίκες πρέπει να ξεκινήσουν τη χρήση του τεστ Παπ, σύμφωνα με τις ιατρικές οδηγίες. Να σημειωθεί ότι στα κορίτσια 15-18 ετών απαιτούνται 3 δόσεις εντός 6μήνου.

Όσον αφορά στον εμβολιασμό των αγοριών, που επίσης προσβάλλονται από τον ιό HPV (κυριότερα νοσήματα στους άνδρες είναι ο καρκίνος του στοματοφάρυγγα και τα γεννητικά κονδυλώματα, τα οποία είναι εξίσου συχνά με τις γυναίκες), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) έχει εγκρίνει ήδη τον εμβολιασμό τους. Ο εμβολιασμός των αγοριών δεν έχει ξεκινήσει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, για λόγους κυρίως οικονομικούς, καθώς πρώτη προτεραιότητα αποτελεί ο εμβολιασμός των γυναικών. Σε ορισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Αυστρία, και συνολικά 19 χώρες, έχουν ξεκινήσει εμβολιαστικά προγράμματα σε αγόρια και άνδρες 12 ως και 26 ετών. Ο εμβολιασμός των αγοριών θα τα προστατεύσει από τα γεννητικά κονδυλώματα και από ορισμένους σπανιότερους τύπους καρκίνου, όπως αυτός του πρωκτού. Επιπλέον, εμβολιάζοντας τα αγόρια προστατεύονται έμμεσα και οι ερωτικοί τους σύντροφοι που δεν έχουν εμβολιαστεί.

Να αναφέρουμε επίσης ότι σε περίπτωση καθυστέρησης και μη χορήγησης κάποιων εμβολίων στην παιδική ηλικία, πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει έφηβος που να μην έχει λάβει 2 δόσεις των εμβολίων έναντι της ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς, της ηπατίτιδας Α και της ανεμευλογιάς (το τελευταίο εμβόλιο σε περίπτωση που δεν έχει νοσήσει ήδη ο έφηβος λόγω της καθυστέρησης εμβολιασμού).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.WHO, UNICEF, World Bank. State of the World’s Vaccines and Immunization, 3rd ed. Geneva, World Health Organization; 2009, last assessed 2018.

http://apps.who.int/iris/bitstream/10665/44169/1/9789241563864_eng.pdf
2. Tsitsika A, et al. Experiencing sexuality in youth living in Greece: contraceptive practices, risk taking, and psychosocial status. J Pediatr Adolesc Gynecol. 2014;27:232-239.
3. Bosch FX et al. Comprehensive control of human papillomavirus infections and related disease. Vaccine 2013; 31S: F1–F31.
4. Smith JS, et al. Age-specific prevalence of infection with human papillomavirus in females: a global review. J Adolesc Health 2008; 43:S5–25.
6. Brotherton JML et al. Human papillomavirus vaccination is changing the epidemiology of high-grade cervical lesions in Australia. Cancer Causes Control 2015; 26: 953–954.
7.. Ali H et al. Genital warts in young Australians five years into national human papillomavirus vaccination programme: national surveillance data. BMJ 2013; 346: f2032.
8. Joura EA et al. A 9-valent HPV vaccine against infection and intraepithelial neoplasia in women. N Engl J Med2015; 372: 711–723.
9. World Health Organization. Safety updates of HPV vaccines. Available http://www.who.int/vaccine_safety/committee/reports/en/, accessed 4/4/18
10. Briere EC, et al. Assessment of Tdap Vaccination Effectiveness in Adolescents in Integrated Health-Care Systems. J Adolesc Health. 2018 Mar 15.

11. Borja-Tabora CF, et al. Long-term immunogenicity and safety after a single dose of the quadrivalent meningococcal serogroups A, C, W, and Y tetanus toxoid conjugate vaccine in adolescents and adults: 5-year follow-up of an open, randomized trial. BMC Infect Dis. 2015 Oct 6;15:409.
12. Archer BN, et al. . Epidemiology of invasive meningococcal B disease in Australia, 1999-2015: priority populations for vaccination. Med J Aust. 2017 Nov 6;207(9):382-387
13. Ostergaard L, et al.. A Bivalent Meningococcal B Vaccine in Adolescents and Young Adults. N Engl J Med.2017;377:2349-2362.

14. Zlotnick GW, Jones TR, Liberator P, et al. The Discovery and Development of a Novel Vaccine to Protect against Neisseria meningitidis Serogroup B Disease. Human vaccines & immunotherapeutics. 2015; 11(1) DOI: 34293

15. Shirley, M. And S. Dhillon, Bivalent rLP2086 vaccine (Trumenba): A review in Active Immunization Against Meningococcal Group B Disease in Individuals aged 10-25 years. BioDrugs, 2015. 29(5): p.353-61

16. Fletcher LD, Bernfield L, Barniak V, et al. Vaccine potential of the Neisseria meningitidis 2086 lipoprotein. I & I 2004; 72:2088-100. Murphy E, et al. J Infect Dis. 2009;200:379-389.

17. Soeters et al. Emerg Infect Dis 2017; 23: 867-869

18. ACIP – Advisory Committee on Immunization Practices, CDC USA

19. Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών & Εφήβων. Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας, Αριθ. Πρωτ. Γ1α/Γ.Π. 38867, 23-5-2017.


11-06-2018
1η Ημέρα
Η ολιστική προσέγγιση του υπέρβαρου και παχύσαρκου παιδιού και εφήβου Η αντιμετώπιση του παχύσαρκου παιδιού και εφήβου Η παχύσαρκη έφηβη και το σώμα της σ’ έναν αχόρταγο κόσμο H υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους Νεες οδηγίες διακοπής του καπνίσματος Διατροφή και Καρκίνος Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής: Νευρογενής Ανορεξία Άθληση και ευεξία-wellness Ευθύνη του επαγγελματία υγείας που φροντίζει τον έφηβο Εφηβική Γυναικολογία- Αντισύλληψη Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών Ανδρολογία του εφήβου Ανάγκες σε σίδηρο και αντιμετώπιση της σιδηροπενίας Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-Υπερκινητικότητας ΔΕΠ-Υ Πρώιμη ανίχνευση και έγκαιρη διάγνωση. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητας ΔΕΠΥ Νευροβιολογία και Φαρμακολογία Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ): Αντιμετώπιση-Απώτερα αποτελέσματα Το νέο βιβλιάριο Υγείας του Παιδιού ως εργαλείο παρακολούθησης, υποστήριξης της ανάπτυξης και αγωγής υγείας των εφήβων
2η Ημέρα